- εφεδρεία
- η (Α ἐφεδρεία) [εφεδρεύω]1. το να εφεδρεύει, να κάθεται κάποιος πάνω σε κάτι («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῑς δένδρεσιν ἐφεδρείας», Αριστοτ.)2. πολεμική δύναμη που παρακολουθεί από κοντά τα μαχόμενα τμήματα τού στρατού και είναι έτοιμη να συνδράμει σε ενδεχόμενο κίνδυνονεοελλ.1. το σύνολο τών πολιτών που απολύθηκαν από τον ενεργό στρατό μετά τη λήξη τής θητείας τους και μπορούν ν' ανακληθούν σε καιρό επιστράτευσης2. απόθεμα, παρακαταθήκηαρχ.1. το να παραμονεύει κάποιος σ' έναν τόπο, η ενέδρα («πιστεύσαντες τῇ τῶν πολεμίων ἐφεδρείᾳ», Πολ.)2. η θέση αυτού που ενεδρεύει, το πόστο («θάνατος ἔστι τῷ φυγόντι ἐξ ἐφεδρείας», Πολ.)3. ιατρ. η προσεκτική παρακολούθηση τών συμπτωμάτων και τής εξέλιξης κάποιας νόσου («Περὶ ἐφεδρείας» — τίτλος έργου τού Αντωνίου τού Επικουρίου)4. (για αθλητή που ευνοήθηκε κατά την κλήρωση) η αναμονή προκειμένου ν' αγωνιστεί με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.
Dictionary of Greek. 2013.